κρουστικον

κρουστικον
    κρουστικόν
    τό поразительное красноречие Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κρουστικον" в других словарях:

  • κρουστικόν — κρουστικός fit for striking masc acc sg κρουστικός fit for striking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουστικός — ή, ό (Α κρουστικός, ή, όν) [κρούω] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην κρούση ή αυτός που ενεργεί με κρούση, επικρουστικός («κρουστικό όπλο» το κρουσιφλεγές όπλο) 2. φρ. φυσ. «κρουστικό κύμα» ισχυρό κύμα πίεσης το οποίο διαδίδεται σε κάθε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»